σκαπέρδα

σκαπέρδα
Είδος παιχνιδιού της αρχαιότητας. Είχε τη μορφή αγωνίσματος και συνηθιζόταν στα Διονύσια. Αυτοί που διαγωνίζονταν, τραβούσαν ο καθένας προς τη μεριά του την άκρη ενός σκοινιού που περνούσε μέσα από μια τρύπα ενός δοκαριού μπηγμένου στο έδαφος. Νικητής ήταν αυτός που κατάφερνε να παρασύρει τον αντίπαλο του προς το δοκάρι. Το παιχνίδι αυτό παιζόταν πολλές φορές και με παραλλαγές. Καμιά φορά και μόνο με τα χέρια. Στη ρωμαϊκή εποχή εξελίχτηκε σε δημόσιο θέαμα. Σε μια παράσταση της εποχής εκείνης απεικονίζεται σ. στην οποία συμμετέχουν ένας δούλος, δεμένος στη μια άκρη του σκοινιού και στην άλλη λιοντάρι. Στο παιχνίδι αυτό η νίκη ήταν δύσκολη. Ήταν παροιμιώδης η φράση «σκαπέρδαν έλκειν», που σήμαινε το δύσκολο αγώνα.
* * *
και κατά τον Ησύχ. σκάπερδα, ἡ, Α
1. (στην Αθήνα) είδος παιδιάς στις εορτές τών Διονυσίων κατά την οποία οι δύο αντίπαλοι παίκτες κρατούσαν, αντίνωτοι, πάνω από τον ώμο τους τα άκρα ενός σχοινιού περασμένου από την οπή στην κορυφή μιας δοκού κάθετα στερεωμένης στο έδαφος, προσπαθώντας ο καθένας να σύρει τον αντίπαλό του έτσι ώστε να ακουμπήσει με τα νώτα στη δοκό, οπότε και ανακηρυσσόταν νικητής
2. καθετί το δυσχερές («σκαπέρδαν ἕλκειν» — το να δίνει κανείς έναν δύσκολο αγώνα, Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. ήταν πιθ. αρχικά επιρρηματικός (πρβλ. την επιρρμ. κατάλ. -δα, πρβλ. κρύβ-δα, μίγ-δα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκαπέρδα — σκαπέρδᾱ , σκαπέρδα tug of war at the Dionysia fem nom/voc/acc dual σκαπέρδᾱ , σκαπέρδα tug of war at the Dionysia fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαπέρδαν — σκαπέρδᾱν , σκαπέρδα tug of war at the Dionysia fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαπέρδης — σκαπέρδα tug of war at the Dionysia fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • скопердин — род. п. а игра, при которой состязаются в метании дугообразной палки , южн. (Даль), укр. скопердин. Произведение из греч. σκαπέρδα игра юношей во время дионисий (Фасмер, Гр. сл. эт. 185) сомнительно, поскольку это слово отсутствует в нов. греч.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • чехарда — диал. чегарда, севск. (Преобр.), шигарда, донск. (Миртов1). Древняя форма не установлена достоверно; ср. еще блр. чекорда ватага детей, куча поросят (см. чекарь). Все известные этимологии неудачны, напр. сравнение с нем. Нöсkеr горб , hосkеn… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • λακκοσκάπερδον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λακκόπρωκτον». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + σκαπέρδα «είδος παιχνιδιού»] …   Dictionary of Greek

  • λακκοσκαπέρδας — λακκοσκαπέρδας, ό (Α) λακκόπρωκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + σκαπέρδα «είδος παιχνιδιού»] …   Dictionary of Greek

  • σκάπαρδος — Α [σκαπέρδα] (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ταραχώδης καὶ ἀνάγωγος» …   Dictionary of Greek

  • σκαπέρδης — ὁ, Α [σκαπέρδα] (κατά τον Ησύχ.) αυτός που αντιμετωπίζει δυσχέρειες …   Dictionary of Greek

  • σκαπερδεύσαι — και σκαπαρδεῡσαι Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορῆσαι» 2. (ο τ. σκαπαρδεῡσαι (κατά τον Τζέτζ.) «συμμαχῆσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαπέρδα. Προβλήματα γεννά τόσο η μορφή όσο και η σημ. τών διάφορων ρηματ. τ. (πρβλ. και σκαρπαδεῡσαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”